μυριάρχης

μυριάρχης
μῡρῐ-άρχης, ου, ,
A commander of 10,000 men, Hdt.7.81.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυριάρχης — μυριάρχης, ὁ (Α) αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξι άρχης] …   Dictionary of Greek

  • μυριάρχαι — μῡριάρχαι , μυριάρχης commander of masc nom/voc pl μῡριάρχᾱͅ , μυριάρχης commander of masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριάρχας — μῡριάρχᾱς , μυριάρχης commander of masc acc pl μῡριάρχᾱς , μυριάρχης commander of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίαρχος — μυρίαρχος, ὁ (Α) μυριάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • μυριόνταρχος — μυριόνταρχος, ὁ (Α) μυριάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, πιθ. μέσω αμάρτυρου *μυριοντάς, κατά το ἑκατόνταρχος] …   Dictionary of Greek

  • μυριάρχοις — μυρίαρχος masc dat pl μῡριάρχοις , μυριάρχης commander of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριάρχους — μυρίαρχος masc acc pl μῡριάρχους , μυριάρχης commander of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριάρχων — μυρίαρχος masc gen pl μῡριάρχων , μυριάρχης commander of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίαρχοι — μυρίαρχος masc nom/voc pl μῡρίαρχοι , μυριάρχης commander of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίαρχος — masc nom sg μῡρίαρχος , μυριάρχης commander of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”